- στιλβότης
- στιλβ-ότης, ητος, ἡ,A v.l. for στιλπνότης, Plu.Alex.57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιλβότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβότης — ητος, ἡ, ΜΑ [στιλβός] η ιδιότητα τού στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.) … Dictionary of Greek
στιλβότητα — στιλβότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβότητος — στιλβότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)